ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑ

Δημοσιεύτηκε από τον/την pcharilaos στις

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑ (Θεολογική προσέγγιση ὑπό τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου)

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἀνθρώπινος ἀλλά θεανθρώπινος ὀργανισμός καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ζωή της, ὅπως και ἡ διδασκαλία της εἶναι ἕνα μυστήριο ἀνάλογο μέ αὐτό τῆς Ἐνανθρώπησης. Τό δόγμα σημαίνει καί εἶναι ἡ ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου στόν ἄνθρωπο καί στόν κόσμο. Καί ἡ ἀποκάλυψη αὐτή πραγματοποιεῖται ἐφόσον δέ μποροῦμε νά ἔχουμε τήν Ἐκκλησία ἀνάμεσά μας ἤ νά κινούμαστε ἐντός Της, χωρίς νά ἀποκαλύ-πτουμε τή ζωή της, τήν ταυτότητά της, αὐτόν τό διάχρυσο καί καταστόλιστο ἱματισμό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ψυχῆς, τά δόγματα. Ἡ ἀποκάλυψη τῆς θεϊκῆς ὀντότητας τῆς Ἐκκλησίας γίνεται με τά δόγματα. Ἑπομένως, τό δόγμα εἶναι ἕνας μοναδικός θησαυρός πού μᾶς ἀνοίγει τά μάτια, γιά νά καταλάβουμε τί εἶναι ὁ Θεός ὥστε νά τόν κρατοῦμε μαζί μας. Δόγμα εἶναι ἡ ὀρθόδοξη αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, ἡ αὐθεντική γνώμη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ αὐτοσυνειδησία Της πώς εἶναι τό σῶμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτή ἡ πλήρης βεβαιότητα τῆς Ἐκκλησίας και τῶν πιστῶν δέν πειθαναγκάζει τούς ἄλλους, δέν ἀπαιτεῖ, μόνον ἀγκαλιάζει τόν Ἐρχόμενο καί προσκαλεῖ τόν οἰονδήποτε, χωρίς διακρίσεις καί μονομέρειες σέ «ἐπίγευση καί ἐνόραση» τῆς Ζώσας Ἀλήθειας – κατά τό «γεύσασθε καί ἴδετε (Ψαλμ. 33.9)» καί τό « ἔρχου καί ἴδε (Ἰω. 1.47)». Ὅταν ἔχουμε, σημειώνει ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός, τό ἴδιο δόγμα – πίστη τότε διαθέτουμε κοινό φρόνημα, μία συμπόρευσι πρός τήν «ὁμοήθειαν» πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (Πρός Μαγνησιεῖς 6.13 P.G. 5 668ΑΒ., 672C- 673A). Τό «ὁμοθυμαδόν» καί ὁμόηθες κατοπτρίζει τή βαθειά καί ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὅλοι ὑπακούουν καί ἀκολουθοῦν τό ἕνα καί αὐτό δόγμα , ὡς ἀπλανῆ ὁδηγό στή ζωή τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν καί βίωναν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Μελετώντας τή ζωή τους οἱ πιστοί μαθαίνουν πρακτικά καί ἐποπτικά τό «Σύνταγμά» Της. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι μία ἐφαρμοσμένη δογματική, πού χαρίζει ἄνετη, ἀσφαλῆ καί ἀκλυδώνιστη πνευματική πορεία στή ναῦν τῆς Ἐκκλησίας [1]. Κατά παράδοση, ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἄνθρωποι διδάσκονταν τίς θεῖες ἀλήθειες ἀπό τούς γονεῖς, γιά νά τίς μεταφέρουν κατόπιν στά δικά τους παιδιά καί ἐκεῖνα ἐν συνεχείᾳ στά δικά τους κ.ο.κ. σχηματίζοντας ἔτσι τήν ἁλυσίδα τῆς παραδόσεως ὡς παραλαβή τοῦ καθενός ἀπό τόν προηγούμενο καί παράδοση στόν ἐπόμενο. Στήν περίπτωση τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ,τά παιδιά τῶν Ἑβραίων διδάσκονταν καί τούς ὑπενθυμιζόταν ἡ «ἱερά» ἱστορία τῆς ἐπαγγελίας καί τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, συνδυασμένες μέ διηγήσεις θαυμαστῶν γεγονότων καί φυσικά πολλῶν θεοφανειῶν, γιά νά μή λησμονηθοῦν τά βήματα καί τά διαβήματα τοῦ Θεοῦ στόν ἐκλεκτό λαό ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Τά δόγματα εἶναι ὁ νόμος Κυρίου, «ὁ ἄμωμος καί ἐπιστρέφων ψυχάς, ἡ μαρτυρία Κυρίου ἡ σοφίζουσα νήπια», τά εὐφραίνοντα τήν καρδίαν δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα γίνονται φῶς στή συνείδηση (πρβλ. Ψαλ. 19). Ἀποτυπώνουν τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῆς Γραφῆς καί μορφοποιοῦνται στήν Ἐκκλησία, συνιστώντας τήν κοινή συμφωνία τῶν Πατέρων, τήν «μεγαλόφωνον» παράδοση τῶν ὀρθοδόξων. Ἀποτελοῦν δηλονότι τήν ἐμπειρική, βιωματική καί μέ ποιμαντική εὐθύνη ἑρμηνεία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ὥστε οἱ παντες νά ὁδηγοῦνται στήν αὐθεντικά ἐκπεφρασμένη σωτηρία. Γι’αὐτό τά δόγματα ἐκπέμπουν τήν θεοπρεπῆ ὡραιότητα τοῦ Χριστοῦ καί τό «εὐπρεπές κάλλος» (πρβλ. β΄κανών ΣΤ΄Οἰκ. Συνόδου ,Πηδάλιον σελ. 184 ἐκδ. Ἀστέρος). Ὅμως κατά τήν ἐτυμολογία πού προκρίνει ὁ Γέρων Αἰμιλιανός, ἡ λέξη «δόγμα» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «δέχομαι» καί ἐμπερικλείει τή προσωπική κίνηση ἐμπιστοσύνης τοῦ πιστοῦ πρός Αὐτόν πού παραδέχεται γιά νά τοῦ αὐτοπαραδοθεῖ μέ βουληφόρα πίστη, τ.ἔ. ΄διαλέγω τό Θεό, ὅπως τόν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία΄. Μέ τό δόγμα γίνονται κατανοητά καί ἁπλοποιοῦνται τά μυστηριώδη, ὥστε νά νοιώθει καθείς τόν τρόπο, πού ὁ Θεός ἐργάζεται (πρβλ.Ἰω. 5.17) ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ἐντός του, ἐμβαθύνοντας σέ αὐτή τή συνάντηση[2] μέ τόν ἄνθρωπο, πού συνάπτεται καί συμφιλιώνεται μαζί Του. Ἄν καί τό δόγμα διατυπώνεται μέ ὅρους λογικούς καί ἀναγωγικούς, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο · παρέχει τή γνώση καί τόν τρόπο πού μπορεῖ ὁ πιστός νά κατέχει τό Θεό στήν καθημερινή του ζωή, ὁ τρόπος πού μᾶς τιμᾶ ἀντί ἐμεῖς νά τόν τιμοῦμε. Ὅ,τι πράττουμε στήν ἐκκλησιαστική, οἰκογενειακή καί προσωπική ζωή εἶναι δόγμα, γιατί ἡ θεωρία (ἡ γνώση τῆς οὐρανίου ζωῆς, ἡ ἀναμονή συναντήσεως καί ἡ παράσταση ἐνώπιον Κυρίου) ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν πράξη (καθημερινή ζωή ἀγαθότητος, προσευχή, νηστεία, γενική πνευματική στάση). Ὥστε καταλαβαίνουμε τά δόγματα ὅταν ἔχουμε χριστο-τερπῆ ζωή. Ἕνεκα τούτου ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι μιά ἐμπειρική, ἐφαρμοσμένη δογματική πού ἐξηγεῖ τά οὐράνια μυστήρια, καί συμπληρούμενη ἀπό τή λατρεία μᾶς καθιστᾶ ὁμοπίστους, ὁμόφρονες, ὁμοτρόπους «συμπολίτας τῶν ἁγίων καί οἰκείους τῷ Θεῷ » (πρβλ. Ἐφ. 2.19). Ἐάν δέν γνωρίσουμε το Θεό μέ τό δόγμα, δέν θά μπορέσουμε οὔτε νά τόν ἀγαπήσουμε οὔτε ποτέ να τόν ζήσουμε, νά βιώσουμε τήν παρουσία του ἐντός μας. Δόγμα λοιπόν εἶναι ἡ διδασκαλία, τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, το ὁποῖο διαλέγουμε, καί προτιμοῦμε ἀπό ἀγάπη πρός τή μητέρα Ἐκκλησία, τήν ταμιοῦχο τῆς θείας χάριτος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς «διαλέγουμε» τό Θεό, διαλεγόμαστε ἀπό Ἐκεῖνον καί συνομιλοῦμε μαζί Του, ὅπως μᾶς τόν διδάσκει καί τόν πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μας. Συνεπῶς τό δόγμα μᾶς ἑνώνει μέ τό Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Εἶναι γιά τόν κάθε πιστό ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ καί ἡ κοινωνία μαζί Του τήν ὁποία δέχεται τ.ἔ. ἀσπάζεται και ὡς ἐκ τούτου, «ἀγκαλιάζεται» μέ τό Θεό. Ζώντας τά δόγματα ἀποκτοῦμε ἄμεση ἐμπειρία, πλήρη καί βιωματική γνώση τῆς Θεότητος «ζεῖ ἐν ἡμῖν Χριστός ( Γαλ. 2.20)» ἄρα καί ὁ Πατήρ καί τό Πνεῦμα. Ἑπομένως ἄλλο κανείς νά πιστεύει στό Θεό καί ἄλλο νά γνωρίζει τό Θεό [3] .

Προδημοσίευση ἀπό τήν ὑπό ἐκπόνηση διδακτορική διατριβή μέ θέμα : ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ (ποιμαντική προσέγγιση)

Πρωτοπρεσβύτερος Χαρίλαος Παπαγεωργίου Πτ.Φιλ.&Θεολ. Μth. ΑΠΘ Προϊστάμενος Καθεδρικοῦ-Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πολιούχου Βόλου,Καθηγητής Μ.Ε.

  1. Κατηχήσεις τ.5 σελ. 155-6, 161,168
  2. Κατηχήσεις τ. 5 σελ. 159-161 : «…Τά δόγματα βέβαια, κατά τούς θεολόγους, εἶναι πολλά: τριαδο­λογικό δόγμα, χριστολογικό, άνθρωπολογικό, λειτουργικό, ἐκκλησιολογικό καί ἄλλα. Στήν πραγματικότητα ὅμως τό δόγμα εἶναι ἕνα. Εἶναι ή χειραψία μας μέ τόν Θεόν, ὁ ἀσπασμός τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους στά βρώμικα χείλη μας, τό μυ­στικό ὅραμα πού μᾶς παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία μας, τό ὅραμα τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.Τί ὡραία πού λέγει ό Ψαλμωδός: «καί αὐτός ὡς νυμφίος ἐκπο­ρευόμενος ἐκ παστοῦ αὐτοῦ, ἀγαλλιάσεται ὡς γίγας δραμεῖν ὁδόν αὐτοῦ(Ψαλ.18.6) » …Ποιά εἶναι ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ ὁδός τής συναντήσεώς μας. Ὁ Θεός ἔρχεται νά μᾶς συναντήση καθ’ ἡμέραν καί κατά νύκτα, γιά νά μᾶς δώση τόν ἑαυτό του, τήν σωτηρία του. Καί λέγει πάλι: «οὐκ ἐστιν ὅς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ(Ψαλ. 18.7) ». Ὁ Θεός είναι πῦρ πού θερμαίνει καί κανείς δέν θά μείνη στήν παγωνιά. Ὅλοι θά ζεστα­θοῦν. Καί ὅμως, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν ζεσταίνονται ἀπό τόν Θεόν ὅσοι δέν ἔχουν δόγμα · δηλαδή ὅσοι δέν θέλουν, ὅσοι ἀρνοῦνται, ὅσοι δέν δίδουν τό χέρι τους γιά τήν χειραψία. Ἀλλά ὁ Θεός μᾶς λέγει: «ζητεῖτέ με καί εὑρήσετέ με». Δέν εἶναι τά δόγματα γρίφη, αἰνίγματα ἀκατανόητα· τά αἰσθάνεται ἡ ψυχή… Νά, γιατί ἔγιναν τόσοι δογματικοί ἀγῶνες· γιά νά μπορῆ νά μᾶς παρουσιάζη ό Θεός τιμητικά ἐκ δεξιῶν του. Νά, γιατί τόσοι Πατέρες έδωσαν τό αἷμα τους· άπό μία ὑπερτάτη φιλανθρωπία, γιά νά μή στερηθοῦμε ἀπό τήν ἄγνοιά μας τήν δυνατότητα νά ζοῦμε τόν Θεόν. Δέν εἶναι τά δόγματα φιλοσοφικές συζητήσεις, πείσματα ἤ ἐγωισμοί. Δέν εἶναι οἱ σύνοδοι ἤ οἱ ἄνθρωποι, πού ὁρίζουν τά δόγματα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ό Χρυσόστομος λέγει ὅτι τά δόγματα εἶναι θεία φωνή, «Θεός φθέγγεται καί τά πράγματα συντρέχει»· ὁ Θεός ὁμιλεῖ καί τά πράγματα συνακολουθοῦν, τό ἀποδεικνύουν, τό
    μαρτυροῦν, «καί τό τοῦ Θεοῦ ρῆμα, νεῦμά ἐστιν οὐράνιον
    ( Ὁμιλία εἰς τόν τεσσαρακοστόν τέταρτον ψαλμόν 9, PG 29,408C.)»
  3. Άρχιμαν. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), ‘Άγιος Σιλουανός ό Αθωνίτης, Μονή Τί­μιου Προδρόμου, Έσσεξ ’Αγγλίας 2003, σ. 431

 


0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *