Oμιλία Τριών Ιεραρχών 2008

Δημοσιεύτηκε από τον/την pcharilaos στις

Π Α Ν Η Γ Υ Ρ Ι Κ Ο Σ ΕΟΡΤΗΣ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ι.Ν. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΒΟΛΟΥ 30 -1 -2008

Σεβασμιώτατε,

ἐντιμότατοι πολιτικοί  ἄρχοντες,

ἐνδοξότατοι στρατιωτικοί  ἐκπρόσωποι,

ἐντιμότατοι  προϊστάμενοι Πρωτοβάθμιας  και  Δευτεροβάθμιας  ἐκπ/σης,

ἀξιότιμοι κ.κ. διευθυντές  σχολικῶν   μονάδων,

ἐλλογιμώτατοι κ. συνάδελφοι ἐκπαιδευτικοί,

πολυαγαπητοί  μας  μαθητές  και  μαθήτριες.

Ἡ  ἱερή  μνήμη  τῶν  Ἁγίων  Τριῶν  Ἱεραρχῶν , Βασιλείου  τοῦ  Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ  Θεολόγου  και Ἰωάννου  τοῦ  Χρυσοστόμου  μᾶς  συγκέντρωσε  σέ  τούτη  τήν  ἑόρτια εὐχαριστιακή  σύναξη  γιά  νά  ἀποδώσουμε  τό  σεβασμό  καί  τήν  τιμή  ἀλλά  καί  γιά  νά  τούς  καταστήσουμε  φωτεινά  ὁρόσημα  στή  ζωή  μας. Πραγματικός  ἑορτασμός καί  ὄχι  ἐκτέλεση  ἑνός  τυπικοῦ  χρέους εἶναι βεβαίως   ἡ  μίμηση  τῆς  ζωῆς  τῶν  Τριῶν Ἱεραρχῶν  καί ἡ  ἐφαρμογή  τῆς  διδασκαλίας  τους κατά  τό  μέτρο  τῆς  δυνάμεως  τοῦ  καθενός  μας. Μέσα  στην  προσπάθεια  βίωσης  τῆς  ἑορτῆς  τῶν  τριῶν  μεγάλων  προστατῶν  τῆς  παιδείας  μας  θά  ἐνταχθοῦν  καί  οἱ  λίγες  σκέψεις  πού  θά  ἀκολουθήσουν , ἀποσκοπώντας  στην  βιωματική  ἐμβάθυν-ση  στίς  μορφές  τῶν Ἱεραρχῶν  ὅταν  χαμηλώσουν  τά  φῶτα  τῆς τυπικῆς ἑορταστικῆς  ἐπισημότητας.

Για  να  βοηθηθοῦμε  σ’ αὐτή  τη  βιωματική  προσέγγιση  θά  ξεχωρίσουμε  ὁρισμένους  παράγοντες  πού  συνέβαλλαν  στή  διαμόρφωση  τῆς  πνευματικῆς  τους  φυσιογνωμίας ἔκφανση  τῆς  ὁποίας  ὑπῆρξε  ἡ γνωστή  σέ  ὅλους  ἐνάρετη  ζωή  και  τά   μεγαλόπνοα  ἔργα  τους.

Πρῶτο  στοιχεῖο  εἶναι  πώς  καί  οἱ  τρεῖς τους συνέδεσαν  τήν  πνευματική  τους  πορεία  με  το κατεξοχήν  μυστήριο  τῆς  Ἐκκλησίας : τή  Θεία  Εὐχαριστία. Συνέγραψαν κείμενα  κι  εὐχές  συμπυκνώνοντας  τήν  ἐμπειρία  τῆς  Ἐκκλησίας γιά  τήν ὑπέρτατη   Θυσία  τοῦ  Χριστοῦ κι  ἔδωσαν  στούς  πιστούς  τήν  εὐκαιρία ,γιά  17  αἰῶνες  ἀδιάκοπα ,νά  ἐκφράζουν  τή  λυτρωτική  ἐμπειρία  τῆς  κοινωνίας  τοῦ  Σώματος  καί  τοῦ Αἵματος  τοῦ  ἴδιου  τοῦ  Θεοῦ. Ἴσως  αὐτό  νά  ἠχεῖ  ἀδιάφορα  στούς  πολλούς τῆς  σύγχρονης  ἐποχῆς, ἄν  κανείς  ἀτενίσει  το  εὐχαριστιακό  γεγονός  σάν μιά  ἁπλή τελετή  ἀνάμνησης ἤ ἕνα  θρησκευτικοσυμβολικό  δρώμενο. Ἡ Εὐχαριστία ὅμως ἀποτελεῖ  τήν κατεξοχήν  φανέρωση  τῆς  Ζωῆς  καί  τῆς  Ἀλήθειας  σ’ ἕναν  κόσμο  ὁ  ὁποῖος  τόσο  κατά  το  παρελθόν ἰδιαίτερα  ὅμως  σήμερα  ἀναζητεῖ  μια  ἔξοδο  ἀπό  τό  θάνατο  καί  τό  ψεῦδος. Ἀναζητεῖ  τήν  ἑνότητα  σάν ἀντίδοτο  στήν  πολυδιάσπαση  καί  τόν  κατακερματισμό, ἀναζητεῖ  τήν κοινωνική  συμβίωση  σάν  ἀντίβαρο  στήν  ἀτομική  ἐπιβίωση, ἀναζητεῖ τό  πέρασμα  ἀπό  τήν ὕπαρξη  στή  συνύπαρξη, τόν  ἀλληλοσεβα-σμό, τήν  ἐλευθερία. Οἱ  ἅγιοι Τρεῖς  Ἱεράρχες στούς  ἀνθρώπους  τῆς  ἐποχῆς  τους  με  ἀνάλογες  ἀνησυχίες  καί  ἀναζητήσεις  πρόσφεραν ὄχι κανόνες  καλῆς  συμπεριφορᾶς καί   ἠθικολογίες ἀλλά ἕνα  νέο  ἦθος. Αὐτό  τό  νέο  ἦθος πού ἐκπηγάζει  ἀπό  το  βίωμα  τῆς  λατρείας  καί  τῆς  κοινωνίας  μέ  τό  Θεό , θά  μπορούσαμε  νά  τό  χαρακτηρισουμε   εὐχαριστιακό  ἦθος. Σ’αὐτό  τό  ἦθος-τρόπο  ζωῆς  μυσταγωγεῖται  ὁ  κάθε  ἄνθρωπος ὅταν  μιμεῖται  τό  ἦθος  τοῦ  Χριστοῦ  ὡς  τελείου ἀνθρώπου. Ἡ Θεία  Λειτουργία -ὅπως  τή  συνέθεσαν  καί  συνέγραψαν  οἱ  Ἅγιοί  μας  Βασίλειος Γρηγόριος  καί  Χρυσόστομος- εἶναι  ἕνα  μυστήριο  κοινωνίας  τῶν  πιστῶν  μέ  τό  Χριστό τό  ὁποῖο  ὁδηγεῖ  σέ  μιά  ἑνότητα Θεοῦ  καί  ἀνθρώπων  ἀλλά  καί ἀνθρώπων  μεταξύ  τους ὅμοια μέ  τήν  ἑνότητα τῶν  προσώπων  τῆς  ἁγίας Τριάδος, Πατρός Υἱοῦ και  Πνεύματος  Ἁγίου. Ταυτόχρονα  ἡ  Θεία  Εὐχαριστία  προβάλλει  τήν  ταπείνωση  καί τή θυσιαστική  ἀγάπη  ὡς  χαρακτηριστικά  τοῦ  αὐθεντικοῦ  ἤθους. Ἑνός ἤθους πού  ἀγκαλιάζει  τόν  καθένα  ἄνθρωπο  ἀνεξαιρέτως,πού  συμπάσχει  μέ  τόν  κάθε  ἐμπερίστατο  ἀνεξαιρέτως , πού  συμπονᾶ  τόν  κάθε  ἀπόκληρο ἀνεξαιρέτως γιατί  στό  πρόσωπο  τοῦ  καθενός  ἄλλου ἀναγνωρίζει  τόν  ἀδελφό, τήν  εἰκόνα  τοῦ  Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ  πιστός  τῆς  θείας  Εὐχαριστίας  δέν  περιορίζεται  στην  ἀτομικότητά  του, συγ-χωρεῖ  μέσα  του  ὁλόκληρο  τον  κόσμο τούς συνανθρώπους, τό  περιβάλλον , γίνεται  πρόσωπο καί μέτοχος  μιᾶς  θεοποιοῦ κοινωνίας. Καί  μετά  ἀπ’ ὅλα  αὐτά  ἀναρωτιέται  κανείς  πῶς  οἱ  ποικιλόμορφες  σύγχρονες  προσπάθειες  γιά  ὑπέρβαση τῶν  ὅποιων  διαχωριστικῶν  γραμμῶν μεταξύ  ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων , για  ἀντιμετώπιση  τοῦ  οἰκολογικοῦ  προβλήματος, γιά  διάσωση  τῆς  τιμῆς  και  τῆς  ἀξιοπρέπειας τῶν  προσώπων δέν  ἀποδίδουν  τά  ἀναμενόμενα.Ἴσως  ἡ  ἀναζήτηση , ἡ  ἀναστόχευση  τοῦ  εὐχαριστιακοῦ  ἤθους  τῶν  Ἁγίων  Τριῶν  Ἱεραρχῶν μπορέσει  να χαρίσει ἀποτελέσματα μιά καί  δεν  εἶναι  ἐξωστρεφής  ἀλλά  ἐσωστρεφής  καί εἰλικρινής.   

Το  δεύτερο  στοιχεῖο  τῆς  πνευματικῆς φυσιογνωμίας  τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι  ὁ  προσανατολισμός  πού  ἔδωσαν  στήν  Παιδεία. Συνηθίζουμε  νά  τούς  ἀποκαλοῦμε  Προστάτες  τῶν  Γραμμάτων  καί νά  ἀναφερόμαστε  στόν  τρόπο  πού  ἀπέκτησαν  καί  πρόσφεραν  τήν  ἐμπειρία τῶν  γνώσεων. Ὅμως  δέν  θά  μποροῦσαν  νά  εἶναι  προστάτες  μιᾶς ἀνθρωποκεντρικῆς  παιδείας  πού  ἀφορᾶ  τον  ἄνθρωπο  ὡς  βιολογική  μονάδα  και  τις  ἀνάγκες  του  ἀλλά  μιᾶς παιδείας  πού  συνάπτει τό ἀνθρώπινο  με  το  θεϊκό. Στήν  περίπτωση  αὐτή  δέ  μιλοῦμε  γιά  μιά  ξερή  κι  ἀνώφελη συσσώρευση  γνώσεων γιά ν’ ἀποκτήσει κανείς  πλοῦτο  πληροφοριῶν,  ἀλλά  γιά  μιά  οὐσιαστική, ὀντολογική  μεταμόρφωση  τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου. Κέντρο  αὐτῆς  τῆς  παιδείας  εἶναι  ἡ  ἀνθρώπινη καρδιά δηλ.  ἡ  πηγή  τῆς  ζωῆς, τῶν  συναισθημάτων  και  τῶν  βουλήσεών  μας  ἀλλά  καί  ὁρμητήριο παθῶν , ἄνομων ὀρέξεων  κι  ἐπιθυμιῶν. Ὁ  ἀγώνας  τῶν  Ἁγίων  μας  ἦταν  ἡ  ἀπόκτηση  καθαρῆς  καρδιᾶς  πού  ἀτενίζει  τό  Θεό  καί  κατόπιν  κατοικεῖ  ὁ  ἴδιος  ὁ  Θεός  μέσα  της. Ἔτσι  ὁ  ἄνθρωπος  ἀναδεικνύεται  κατεξοχήν καί  κατά  Θεόν σοφός.Ἡ λογική  εἶναι  πάντοτε  ἕνας  ἀσφαλής  ἀλλά  ὄχι  πάντοτε  ἐπιτυχής  δρόμος  στην  ἐκπλήρωση  μεγάλων  στόχων  πού  ἀπαιτοῦν «ψυχή»δηλ. «νά  τό  λεει  ἡ  καρδιά μας»  ὅπως  συνηθίζουμε  να  λέμε  καθημερινά. Χρειάζεται  λοιπόν –κατά  τους  ἁγίους Τρεῖς  Ἱεράρχες-μιά  δυνατότητα κάποτε – κάποτε ὑπέρβασης ἀλλά  ὄχι  παραθεώρησης  τῆς  λογικῆς. Στή  λογική  ἀπαντοῦν οἱ ἐπιστημονικές  γνώσεις μέ  τρόπο  σαφῆ  καί  ὁριοθετημένο. Ὑπάρχει ὅμως μιά  σοφία, μιά  παιδεία   πού  ξεπερνᾶ  τίς  ὁριοθεσίες  καί  τούς  περιορισμούς καί ἀναβιβάζει  τόν  ἄνθρωπο  ἀπό  τά  αἰσθητά  στά  ὑπεραισθητά. Κι  αὐτή  εἶναι  μιά  παιδεία  τῆς  καρδιᾶς  μέ  βασικές  της  ἀρετές  τήν ταπείνωση  καί  τήν  ἀγάπη. Οἱ  ἅγιοί  μας ταπεινά  και  ἁπλά  ἀγάπησαν  τόν  καθένα  χωρίς  νά  ἐγκλωβιστοῦν  στόν  ἐγωϊσμό  τῶν  πολλῶν  γνώσεών  τους  καί  τῆς  κοσμικῆς  σοφίας  τους, χωρίς  νά ἀποκλειστοῦν   στό  στενό  ἀτομικό  συμφέρον  και  τις  ἀνασφάλειές  τους. Σκοπός  τους  δέν  ἦταν  νά  κάμουν  τόν  ἄνθρωπο  «καλόν κἀγαθόν» ἀλλά να τόν  ὁδηγήσουν   στόν  ὄντως  ἀγαθόν δηλ. τό Χριστό γιά  νά  γίνει  κατά  χάριν  ἀγαθός. Αὐτό  σημαίνει  πώς  ὁ  ἄνθρωπος  μέ  τήν  κακή  χρήση  τοῦ  αὐτεξουσίου  του  διαστρέφει  τά  στοιχεῖα  τῆς  ὕπαρξής  του  πού  εἶναι ἀγαθά  ἐξαιτίας  τῆς  θεϊκῆς  του  καταγωγῆς. Ἡ  θεανθρώπινη  παιδεία  ἀποσκοπεῖ  στήν  ἀναμόρφωση κι  ἀνάπλαση  ὅλων  τῶν  φθαρμένων  ἀπό  τήν ἁμαρτία χαρακτηριστικῶν  τοῦ  ἀνθρώπου  μέ  πρότυπο  τή  ζωή  καί  τό  ἦθος  τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἶναι  σημαντικό  ὅτι  οἱ  τρεῖς  Ἱεράρχες  αὐτή  τήν  παιδεία  πρῶτα  την ἐφήρμοσαν  στη  ζωή  τους    καί  κατόπιν  τή δίδαξαν. Κυρίαρχο  στοιχεῖο  τῆς  παιδαγωγικῆς  τους  ἦταν  πάντοτε  ἡ  ἐπίκληση  τῆς  Θείας  Χάρης πού  τά  «ἀσθενῆ  θεραπεύει  και τά  ἐλλείποντα ἀναπληροῖ» .Μιά  χάρη  πού  δέν  ἔρχεται  μυστικά , ἀδιόρατα ἤ  μαγικά  στή  ζωή  τῶν  ἀνθρώπων  ἀλλά  αἰσθητά  καί  τρυφερά  ζωογονεῖ  τον  ἄνθρωπο  μέ  τή  θαλπωρή  τῆς  θείας  ἀγάπης. Ὁ  χρησιμοθηρικός  προσανατολισμός  τῆς  σύγχρονης  παιδείας μέσα  στήν παγκοσμιοποιημένη κοινωνία  τῆς  πληροφορίας , ἀσφαλῶς  πολλά  θά  μποροῦσε  νά  ὠφεληθεῖ  ἀπό  τό παιδευτικό  πρότυπο  τῶν  Τριῶν  Ἱεραρχῶν  πού ἔχει  σάν κέντρο  του  τήν ἀνθρώπινη καρδιά ,βασικές  ἀρετές  τήν  ταπείνωση  καί  τήν  ἀγάπη  καί  σκοπό  τήν ἕνωση  καί  τήν  κοινωνία  μέ  τόν  ὄντως  ἀγαθό  Ἰησοῦ  Χριστό.

Τό  τρίτο  καί  τελευταῖο  στοιχεῖο πού  ἀξίζει  νά  ἐπισημανθεῖ  εἶναι  ἡ  ἔμπρακτη  φιλανθρωπία  τῶν  Τριῶν  Ἱεραρχῶν. Ἡ  ἀγάπη  τους  γιά  τόν  πλησίον  δέν  ἦταν  μιά  ἐπίδειξη ἀλτρουϊσμοῦ  ἀλλά  ἕνα  πηγαῖο  βίωμα  πού  προέρχόταν  τόσο  ἀπό  τό  εὐχαριστιακό  τους  ἦθος  ὅσο  καί  ἀπό  τήν  θεανθρώπινη  παιδεία  τους. Τό  ἔργο  τους  χαρακτηρίζεται  ὡς  κοινωνικό στήν  πραγματικότητα  ὅμως  ὑπῆρξε  φιλανθρωπικό μέ  τήν  ἔννοια  τῆς  μίμησης  τοῦ  φιλανθρώπου  Θεοῦ. Ἐνῶ  στό  κοινωνικό  ἔργο  προηγεῖται  ἡ  ἄρτια  ὀργάνωση καί  συγκρότηση  τῶν  ὑποδομῶν  τῆς  κοινωνίας, στό  φιλανθρωπικό  ἔργο  προτάσσεται ἡ  μεταμόρφωση  τοῦ  ἀνθρώπου  πού  θα  ἀλλάξει  τη  μορφή  τῆς  κοινωνίας. Ἐξάλλου  καί  ἡ  δημοκρατία  σάν  τρόπος  σκέψης  καί στάση  ζωῆς ξεκινᾶ  μέ  ἀφετηρία  τόν  κάθε  ἄνθρωπο-πολίτη  γιά  νά  συγκροτηθεῖ  μιά  εὐνομούμενη  πολιτεία «καλῶν κἀγαθῶν».Ἡ  φιλανθρωπική διακονία  τῶν Τριῶν  Ἱεραρχῶν διαφέρει  ἀπό  τήν  ὅποια  κοινωνική  ὑπηρεσία  ὅσο  διαφέρει  τό  πρόσωπο  ἀπό  τό  ἄτομο. Τό  πρόσωπο  ἀποτελεῖ  μιάν  ἀνεπανάληπτη  ἰδιαιτερότητα , τό ἄτομο εἶναι  μιά  βιολογική  κι  ἀριθμητική  μονάδα πού ἀποτελεῖ μέρος  μιᾶς  μάζας. Γι’ αὐτό  το  ἄτομο ἐξετάζεται  ἀτομικά-ξεχωριστά, ἐνῶ  το  πρόσωπο δέ  μπορεῖ  νά  ξεχωριστεῖ ἀπό  ἕνα  ἄλλο  πρόσωπο. Στίς  περισσότερες  περιπτώσεις   ἡ  κοινωνική  ἐργασία  ἐπειδή  ἀποβλέπει  στόν  ἀριθμό στή  μάζα,  βλέπει  τά  πράγματα  ἐπιφανειακά κι  ἐμπεριέχει  μιά  ἐπιθυμία  αὐτοπροβολῆς. Ἡ  φιλανθρωπία  ὅπως  μᾶς  τή  διδάσκουν οἱ Τρεῖς  Ἅγιοί  μας  ἀτενίζει  τόν  κάθε  πλησίον  σάν  ἰδιαίτερο  πρόσωπο πού  δεν  ἔχει  ἀνάγκη  μόνον  ἀπό  βιολογική  συντήρηση ἀλλά  πρωτίστως  ἀπό  πνευματική  ἀνασυγκρότηση. Στό  δρόμο  αὐτό  πορεύονται  αἰῶνες  τώρα  οἱ  ἄνθρωποι  τοῦ  Θεοῦ  ἐξυπηρετώντας  τήν  ψυχή  καί τό  σῶμα  τοῦ  κάθε  πάσχοντος. Ὅταν  διαιροῦμε  αὐτή  την  ψυχοσωματική  ἑνότητα, διασποῦμε  την  καθολικότητα  τῆς  ἀνθρώπινης ὕπαρξης  κι  αὐτό  ἀποτελεῖ  την  οὐσία  τῆς  ἀδυναμίας  μας  να ἀνταποκριθοῦμε  ὡς  κοινωνία  στίς  πολυποίκιλες  ἀνάγκες  τῶν  συνανθρώπων  μας. Ὁ Μ. Βασίλειος  μέ  την  περίφημη  Βασιλειάδα  του , τήν  πόλη  τῶν  φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων  πού  ὁ  ἴδιος  ἵδρυσε  και  συντηροῦσε δέν  παρεῖχε  μόνον  ὑλική τροφή  καί  διαμονή   ἀλλά  πρωτίστως  πνευματική. Ἡ  προσφορά  του  πρός  τους  ἐμπεριστάτους  δέν  ἦταν μιά  ἀνθρωπιστική  φιλανθρωπία ἀλλά  ὑπαγορευόταν ἀπό  τήν ἀγάπη  τοῦ  Χριστοῦ .Ἔτσι  ὁ  ἴδιος  περιποιοῦνταν τούς βαριά ἀσθενεῖς ὅπως λεπρούς καί  χωρίς  δισταγμό  τούς  ἔδειχνε  μιά  πηγαία  τρυφερότητα μέ  τό  νά  τούς ἀσπάζεται καί  νά  τούς  ἐνθαρρύνει  μέ  τόν  καλό  του  λόγο. Ὁ  Ἅγιος  Ἰωάννης  ὁ  Χρυσόστομος  ἔφθασε νά σιτίζει  μέ  προσωπική  του  μέριμνα  7.000 ἀπόρους  καί  ἀστέγους  τῆς Κων/πολης  μέ  συγκλονιστικές  προτροπές στο  ἀκροατήριό  του  ὅπως «ὁ  Χριστός  περιπλανᾶται γυμνός  και  νηστικός  στους  δρόμους  κι ὁ  καθένας  μπορεῖ  νά  μένει  ἀδιάφορος;» Ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος  ὁ  Θεολόγος τονίζει « Πλούτισον ( ἐν. τούς  πτωχούς) μή  περιουσίαν  μόνον  ἀλλά  καί  εὐσέβειαν,μή  τό  χρυσίον  μόνον  ἀλλά  καί  τήν  ἀρετήν,μᾶλλον  δε  ταύτην  μόνον. Γενοῦ  τοῦ  πλησίον  τιμιώτερος  ἐκ  τοῦ  φανῆναι  χρηστότερος, γενοῦ  τῷ ἀτυχοῦντι θεός, τόν  ἔλεον  τοῦ  Θεοῦ  μιμησάμενος»

Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί  μου

Κλείνοντας μέ  τήν  κοινή ἑορτή  τῶν  Μεγάλων Τριῶν Ἱεραρχῶν, τό  μῆνα  Ἰανουάριο, κατά  τόν ὁποῖο ἑορτάσαμε  τόσους  ἔνδοξους   ἱεράρχες  ὁμολογητές  κι  ἀσκητές, ἡ  Ἐκκλησία ἀνακεφαλαιώνει   κατά  κάποιο  τρόπο  τή  μνήμη  ὅλων  τῶν  ἁγίων  πού  ἔδωσαν  μαρτυρία  ὀρθοδόξου  πίστεως  μέ  τά  γραπτά  καί  τή  ζωή  τους. Ὁ σημερινός  ἑορτασμός  εἶναι  συνάμα  ὁ συνεορτασμός ὅλων  τῶν  πατέρων  τῆς  Ἐκκλησίας, ὅλων αὐτῶν  τῶν  προτύπων  τῆς  εὐαγγελικῆς  τελείωσης, τούς  ὁποίους  ἀνέδειξε  τό  Ἅγιο  Πνεῦμα  σέ  κάθε  ἐποχή  καί  τόπο  γιά  νά  εἶναι  οἱ  νέοι  Προφῆτες, οἱ  νέοι Ἀπόστολοι, ὁδηγοί  τῶν  ψυχῶν  πρός  τόν οὐρανό, παρηγορητές  τοῦ  λαοῦ, πῦρινοι  στῦλοι  τῆς  προσευχῆς, στήριγμα  κι  ἑδραίωση  τῆς  ἀλήθειας  στήν  Ἐκκλησία.

Οἱ Ἅγιοι  Τρεῖς  Ἱεράρχες  Βασίλειος Γρηγόριος  και  Χρυσόστομος «..πάλεψαν, μόχθησαν  ταλαιπωρήθηκαν  κήρυξαν  φώναξαν  ἀλλά  δέν  εἰσακούστηκαν  πάντοτε..Ὅπως  κι  ἄν  εἶναι  ὅμως  ἡ  προσπάθεια  τῶν  Τριῶν  Ἱεραρχῶν  ἀποτελεῖ  σταθμό  μέσα  στην Ἱστορία  τοῦ  χριστιανισμοῦ καί  ἀπό  τήν  ἄποψη  αὐτή  εἶναι  ἀξιοπρόσεκτη  καί  πολύ ἐνδιαφέρουσα…» Τά  λόγια  αὐτά  ἀνήκουν  στό  γνωστό  συντοπίτη  μας  ἱστορικό Γιάννη  Κορδᾶτο  κι  εἶναι  σημαντικό  νά  γίνονται  αὐτές  οἱ  ἐπισημάνσεις  ἀπό  ἕναν ἄνθρωπο μέ ἀντίθετο  πρός  τά  πρόσωπα  τῆς  Ἐκκλησίας  ἰδεολογικό  προσανατολισμό. Ἄς  ἐμπνευστοῦμε  σήμερα  καί  μεῖς  ἀπό  το  ἅγιο παράδειγμά  τους  ἀναζητώντας   τό  αὐθεντικό ἀνθρώπινο ἦθος , τό  πρότυπο  μιᾶς θεανθρώπι-νης παιδείας ,    τη  γνήσια  φιλανθρωπία μέ  ὁδηγό  τόν εὐαγγελικό  νόμο                 τῆς  ἀγάπης.  


0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *