"Τι φωνάζεις μπρε, σάμπως δεν κατάλαβα;"
Το “ακτινοδεμένο δισκοπότηρο” είναι το τραγούδι που δεν μπόρεσα ποτέ ν’ακούσω, δίχως να έχω δάκρυα.
Ευλογώ τον Θεό γιαυτό καθώς στο κλάμα μου αναγνώρισα της βυζαντινής γιαγιάς μου την οδύνη και των προγόνων μου το αίμα, για την πατρίδα που πήραν στους ώμους και μαζί της πορεύονται ανά τους αιώνες, γυροφέρνοντας τον παράδεισο…
Ώσπου νάρθει η ώρα κι’ η στιγμή…..
Η στιγμή που θα ξαναφέρει ο άγγελος το δισκοπότηρο να κοινωνήσουν -επιτέλους- οι πιστοί που τόσα χρόνια λαχταρούν την μεταλαβιά που δεν πρόλαβαν.
Ξαφνικά θα γίνει ετούτο και μετά δεν θ’ακούμε το τραγούδι, δεν θα κλαίμε το κλάμα, δεν θα κουβαλάμε το αίμα το αδικεμένο αλλά θα ξαποστάσουμε στην πατρίδα που μας όρισε ο Θεός να έχουμε. Γιατί άλλο αυτό που λένε οι άνθρωποι ως τόπο μας, άλλο εκείνο που είπε, εξ’αρχής, ο Θεός για μας.
Ξαφνικά θα γίνει αυτό και τότε, όπως μου το ζήτησες γιαγιά, θάρθω στο μνήμα σου να σου φωνάξω “Την πήραμε την Πόλη, νενέ” και σαν να σ’ακούω που θα αποκρίνεσαι “τι φωνάζεις μπρε, σάμπως δεν το κατάλαβα; Αφού είδα τους αγγέλους που κατέβαζαν το δισκοπότηρο στη γή”…
Κι’εγώ δεν θα σου μιλήσω άλλο. Γιατί πάλι θα κλαίω, καθώς ο παππάς θα τελειώνει την λειτουργία που έμεινε μισή…
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό
μες στην Εκκλησιά την τρισυπόστατη,
ήταν το χρυσό και τ’ αργυρό
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Ήταν μια φορά κι ένα καιρό, μια φορά κι έναν καιρό.
Κι όταν λειτουργούσε ο παπάς
τη στιγμή που μόνος επροσκόμιζε
κάποιος του το πήρε – που το πας
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο;
Στράφηκε και ρώτησε ο παπάς, ναι που το πας;
Που το πας μ’ ολάνοιχτα φτερά,
μόνο ο βασιλιάς μας εκοινώνησε
κοίταξε τι πλήθος καρτερά
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Που το πας μ’ ολάνοιχτα φτερά, ναι μ’ ολάνοιχτα φτερά;
Έτσι με τη Θεία Κοινωνιά
θα το κρύψω μέσα στον Παράδεισο
και στην πιο κρινόσπαρτη γωνιά
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Έτσι με τη Θεία Κοινωνιά, με τη Θεία Κοινωνιά
Θα μεταλαβαίνουν οι ψυχές
των μαρτύρων που ‘χυσαν το αίμα τους
και θα ακούει ανήκουστες ευχές
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο
από των μαρτύρων τις ψυχές, των μαρτύρων τις ψυχές
Ώσπου να’ ρθει η ώρα κι η στιγμή
που ‘θε ν’ ακουστούν ευχές ανήκουστες
θα το ξαναφέρω με τιμή
τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.
Ώσπου να’ ρθει η ώρα κι η στιγμή, να ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή
0 σχόλια