Λατρευτικά καί λειτουργικά βιώματα τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου
Λατρευτικά καί λειτουργικά βιώματα τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου
Ἡ θεία Λειτουργία – κορύφωση τῆς λατρείας – ἀποτελεῖ μιά συνέχιση τῆς «ἐν σώματι» παρουσίας τοῦ Χριστοῦ γιά μιά ἀκόμη φορά μέ κορύφωση ταπεινώσεως. Ὁ σαρκοφόρος Θεός κοινωνεῖ πρός τή σάρκα καί ὁ θεοφόρος ἄνθρωπος ἀναβιβάζεται εἰς ὕψος ἐξαίσιον. Τό Ἅγιον Πνεῦμα , ἐν ταπεινώσει ἀποκαλύπτει τά πάντα , ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐν ταπεινώσει συμμετέχει καί κοινωνεῖ τηρώντας τίς ἐντολές – δεῖκτες τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ[1]. Αὐτό ὅμως τό γεγονός ἀπαιτεῖ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καί μία δική του κίνηση ἐξαγνισμοῦ , ἁγιότητας, ἡ ὁποία ἐν συναισθήσει τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ, καταξιώνει τῆς θείας παραστάσεως τόν ἄνθρωπο . Γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό ἀπαιτεῖται μία ἔξοδος, δηλ. ἡρωϊκή κίνηση ἐλευθερίας, πρῶτα πρῶτα ἀπό τή ζάλη τῶν λογισμῶν και τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, τῶν ἁμαρτιῶν[2] ,τῶν κλίσεων , τῶν ἐπιποθήσεων, τῶν ἐλπίδων, τῶν ὁρωμένων, τοῦ ἑαυτοῦ μας, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας, γιά νά ὑπάρξει μόνον ὁ Θεός[3]. Γιά νά γίνει ἡ λατρεία δυνατή καί ζέουσα πρέπει, λέει ὁ Γέροντας , νά προηγηθεῖ μιά «δυνατή» νύκτα, ἀγρυπνίας καί αὐτογνωσίας σέ τέσσερα στάδια. Τό πρῶτο εἶναι ἡ συναίσθηση ὅτι τό βίωμα τῆς σχέσης μέ τό Θεό εἶναι ἐν ἐξελίξει, ἐν πορείᾳ, ἐν ἐλπίδι τῆς θείας ἐπισκέψεως, ἐν ἐκζητήσει τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Τό δεύτερο στάδιο εἶναι ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας κι ὁ μόχθος τῆς ψυχῆς νά φθάσει στόν Ἐφετόν , ἔχοντας πλήρη συναίσθηση ὅτι εἶναι ἐξόριστη «εἰς χώραν μακράν» καί ποθεῖ τήν ἐπιστροφή [4] , ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή ἀνήμπορη κι ἀνίκανη νά διασπάσει τό «μεσότειχο τοῦ φραγμοῦ», τό θεῖο γνόφο καί νά συλλάβει τήν ἁγιότητα καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό στάδιο πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἡ μετάνοια ὡς χάρισμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος [5]κι ἀποτέλεσμα τῆς μεταμέλειας , πού δημιουργοῦν ἀφενός ἡ μικρότητα, ἡ ἁμαρτωλότητα, ἡ κοσμικότητα καί ἀφετέρου ἡ αὐτοπαράδοση στό Θεό, ἡ ἀπόφαση τῆς ἁγιότητος καί τῆς διορθώσεως δηλ. τοῦ χωρισμοῦ ἀπό παθῶν καί ἁμαρτιῶν, ἡ σύγκριση καί ἡ ὁμοίωση μέ τό Θεό. Τέταρτο καί τελειοποιό στάδιο προετοιμασίας γιά τή λατρεία εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ δηλ. ἡ ἀπασχόληση τοῦ νοῦ , τῆς καρδιᾶς, τοῦ φρονήματος μέ τό Θεό «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ » , ἐπ’ ἐλπίδι τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐγγιζούσης Βασιλείας, ἐν κοινωνίᾳ μέ τήν Ἐκκλησία «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις»[6]. Μετά τήν πνευματική διέλευση αὐτῶν τῶν σταδίων ἡ προετοιμασία ἀποδίδει τούς πρώτους καρπούς : συλλαμβάνεται ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας προσώπων ἐν ἀγάπῃ , φανερώνεται ἡ ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καί φουντώνει ὁ πόθος τῆς ξενιτείας [7]. Προκύπτει ἡ λήθη τῆς ὑπάρξεως καί ἡ αὐτοπαράδοση στό Χριστό καί τήν ἀεί ζῶσα Ἐκκλησία τῶν ἁγίων Του. Λαμβάνει χώρα ἐν εἰρήνῃ καί γλυκύτητι ἡ θεία ἐπίσκεψη γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο παρρησία, ἐπισφραγίζονται ὅλα μέ τήν προσκύνηση τοῦ Θεοῦ «ὡς ὧδε ἡμῖν ἀοράτου συνόντος» [8]. Εἰσέρχεται ἔτσι κανείς στη Βασιλεία τοῦ Πατρός και τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰσέρχεται στο ναό , μπαίνει στή θέση τοῦ Χριστοῦ , ὅπως Ἐκεῖνος εἰσέρχεται ἀναγεννητικά στον κόσμο , καί ἐκκλησιάζεται ἀληθινά. Εἰσέρχεται στόν τόπο τῆς τρυφῆς, τῶν ὀνείρων τῆς ψυχῆς του, στήν ἀπαρχή τῆς ἀϊδίου ζωῆς, τή νέα Ἐδέμ, ὅπου ὁ Κύριος παραθέτει τράπεζα ἐν ὑπαίθρῳ[9], γιά νά Τόν λατρεύσουμε , νά ἀπολαύσουμε τή δόξα τῆς μεταμορφώσεώς Του, νά συνομιλήσουμε μαζί Του, νά γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως» , νά πολιτογραφηθοῦμε στόν οὐρανό.[10]
Ἡ εἴσοδος τοῦ πιστοῦ στό ναό , στήν ἐκκλησία εἶναι ἐπιστροφή στόν πατρικό οἶκο, ἐπαναφορά στή μάνδρα, ἐξασφάλιση στό λιμάνι τοῦ Θεοῦ [11]. Μέ τήν εἴσοδο αὐτή πραγματοποιεῖται ἡ ἔνταξη στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἡ διάπλαση μιᾶς καινῆς ὑπάρξεως μέ τό ἐκμαγεῖο τῆς θεότητος [12]. Στήν πορεία αὐτή ἀνακύπτουν πλεῖστα ἐμπόδια , κυριότερα τῶν ὁποίων εἶναι ὁ περισπασμός , ἡ διαίρεση, ἡ ἔλλειψη ἑνοποιῶν μορφῶν, ἡ σύγχυση καί ἡ καταδυνάστευση ἀπό ἰδεολογήματα ἤ ρεύματα, ὁ εὐτελισμός καί ἡ κιβδηλοποίηση τῶν πάντων, ἡ ἀποθεοποίηση τῆς ἀγωγῆς, ἡ μετατροπή τῆς λειτουργίας σέ θέαμα ἤ ἀκρόαμα καί ὄχι ἕνα βαθύτατο ὑπαρξιακό γεγονός [13]. Κατά τόν π. Αἰμιλιανό, ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα παράθυρο πρός τόν κόσμο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τόν οὐρανό , τό ὁποῖο ἀνοίγει μέ τήν πρόσκληση τοῦ λειτουργοῦ νά καταυγασθοῦμε στό φῶς τῆς εὐλογημένης βασιλείας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος .Μιᾶς Βασιλείας την ὁποία βλέπει κανείς νά ἔρχεται ἀπό μακριά καί πλησιάζοντας νά ἀποκαλύπτει τό κάλλος καί τή δόξα της. Γίνεται μιά συνάντηση μέ τό Χριστό, μιά πορεία πρός τά ἄνω μιά πρόσληψη τῆς ζωῆς Του καί τῆς διδασκαλίας Του, γιά νά ἀκολουθήσει ἡ μετοχή στό γαμήλιο πνευματικό δεῖπνο μέ οἰκοδεσπότη καί Νυμφίο τόν Κύριο καί συνδαιτημόνες τούς ἁγίους Του [14].
Τά ἀποτελέσματά της, οἱ καρποί της εἶναι πρόδηλα καί προφανῆ : ἱλασμός τοῦ Θεοῦ καί ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας , μετάθεση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς στόν οὐρανό, δημιουργία ἑνός «πνευματικοῦ οὐρανοῦ» πού συνίσταται στήν συνύπαρξη ὅλων τῶν ποιημάτων τοῦ Θεοῦ (πνευματικῶν καί ὑλικῶν). Πρόκειται γιά μιά χαροποιό σύναξη «εἰς παράστασιν Θεοῦ Ζῶντος» ὅλων ἐκείνων πού « τά ὀνόματα ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς…(Λουκ. 10,20) ». Ἐντός τῆς Λειτουργίας συντελεῖται ὁ ἁγιασμός τῶν ὑπάρξεων καί ἡ προσφορά τους στόν Κύριο, γιά νά ἐπισκηνώσει «ἐν αὐτοῖς ὁ Θεός ὁ Ἅγιος ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος». Εἶναι μια πρόσκληση συμμετοχῆς στή ζωή τοῦ Χριστοῦ,μιά ἑνοποιός ἀγάπη ἄνευ ὁρίων πρός πάντας , μία πίστη καί μία ἐναπόθεση τῶν ἐλπίδων τῶν δυσκολιῶν τῶν προβλημάτων μας σ’ Ἐκεῖνον [15].Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μιά δωρεά καί μιά μυσταγωγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος , ἕνας τρόπος ἀποκαλύψεως τῶν οὐρανίων πραγμάτων [16] ἕνας τόπος χαρᾶς και συνάντησης οἰκείων : ἁγίων – ἀγγέλων -πιστῶν. Μολονότι ἐπαναλαμβάνεται κατά τον ἐξωτερικό τύπο, διατηρεῖ τή μοναδικότητά της [17], εἶναι ὁ χῶρος ἤ καλύτερα ἡ χώρα τῶν ζώντων, ὅπου συνάπτονται οἱ δύο κόσμοι τοῦ Θεοῦ [18]. Παραλλήλως εἶναι μιά «συναμφότερη» πράξη , μιά διακονία τοῦ Χριστοῦ πρός τούς ἀνθρώπους ἀνάλογη τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του, μιά ἐξέγερσις καί κάθοδος τοῦ Κυρίου[19], μιά εὐχαριστιακή ἀντίδοση – ἀντιμεταχώρηση – ἀναφορά τῶν ὑπάρξεων πρός τόν Σώζοντα , μιά συνοίκηση μέ τόν Θεοποιοῦντα [20]. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ καθένας οἰκειοποιεῖται τή θεία Οἰκονομία καί μετέχει στόν ἁγιασμό τῆς κτίσεως μεταλαμβάνοντας τοῦ ἄρτου «τοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντος»[21]. Καθίσταται ἱερεύς τῆς κτίσεως καί ἱερουργός τῆς ὑπάρξεώς του , ὥστε καί αὐτή νά θεουργεῖται διά τῆς καθάρσεως. «…Ἐγώ ὡς προσωπικότης γίνομαι πλέον , ὡς ἐλέχθη, ἱερουργός μέ τήν γνώμην μου καί μέ τήν θέλησίν μου. Γίνομαι ταυτοχρόνως τό πεδίον , τό θυσιαστήριον τῆς ἐμῆς λατρείας καί λειτουργίας καί τό θυσιαστήριον τῆς λειτουργίας τήν ὁποία κάμνει στήν προσωπική του σχέση ὁ Θεός μέ μένα. Μέ διακονεῖ ὁ Θεός! … ὅπως ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος ἐπί τῆς τραπέζης τρώγεται καί πίνεται , ἔτσι και ὁ Θεός. Εἶναι ὁ σῖτος « ὁ ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος …» [22]. Ἀποκτᾶ κανείς ὅλα τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή , τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν ταπείνωση καί προετοιμάζεται νά δεχθεῖ τήν ἱερουργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά πραγματοποιήσει ἕνα ἐνθουσιαστικό ξέσπασμα τῆς ὑπάρξεώς του πρός τό Θεό. Ἄσκηση καί Θεία λειτουργία χαρίζουν στόν πιστό τή μυστική καί τή μυστηριακή παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἀνοίγουν τίς πύλες τοῦ μυστηρίου τῆς Βασιλείας , ὅπως συνέβη στήν Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου [23].
Ἀποσπάσματα ἀπό τή δημοσιευμένη μεταπτυχιακή διατριβή:Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ, Θεσσαλονίκη 2008
Πρωτοπρεσβύτερος Χαρίλαος Παπαγεωργίου Πτ.Φιλ.&Θεολ. Μth. ΑΠΘ Προϊστάμενος Καθεδρικοῦ-Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πολιούχου Βόλου,Καθηγητής Μ.Ε.
- Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2 , σ. 334 . Πρβλ . Γεροντος Αἰμιλιανοῦ , Ἀββᾶς Ἡσύχιος, ὅπ. παρ., σ. 340 ὅπου προβάλεται ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν ὡς προϋπόθεση τῆς Θ. Κοινωνίας. ↑
- Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, Ἀββᾶς Ἠσαῒας, ὅπ. παρ. σ. 345-348 , ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ ἔννοια τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τῆς «δοκιμῆς» (Α΄ Κορ. 11,28) γιά τήν προσέλευση στή Θ. Κοινωνία. ↑
- Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 2, σ. 37, 68-69. ↑
- Λουκ.15,13 καί Ἱερομ. Γρηγορίου, Ἡ ἱερά ἐξομολόγησις, ὅπ. παρ. , σελ. 28-37. ↑
- Ἀββᾶ Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά , ὅπ. παρ. σελ. 72, καί 81-2 ↑
- Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ.4, σ. 87-102. Πρβλ. Ρωμ. 12,5, Ἐφ. 4,4 καί 3,18 ↑
- Ἰω. Σιναῒτου Κλῖμαξ, Λόγος Γ΄ περί ξενιτείας, ὅπ. παρ., σ. 56-62 ↑
- Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ. , ὅπ.παρ. , Κατηχήσεις τ. 4, σ. 102-110 . Πρβλ. Εὐχή Μελισμοῦ Θ. Λειτουργίας. ↑
- Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ.2, σ. 68-9 ↑
- Ἐλισαίου Ἀρχιμ., Πρόλογος, στο Κατηχήσεις τ. 4 σ. ιδ΄ ↑
- Αἰμιλιανοῦ Ἀρχιμ., ὅπ.παρ. Κατηχήσεις, τ. 4. σ. 4-6 ↑
- Βασιλείου Ἀρχιμ., Εἰσοδικόν, ὅπ. παρ., σ.83-120 καί Κατηχήσεις τ. 4, σ. 30 ↑
- Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 181-184 ↑
- Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 33- 46 ↑
- Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4 , σ. 19-47 ↑
- Πρβλ.Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης λόγος Γ, ΄ ἐκδ. ΕΠΕ τ. 28 σ. 120, παρ. 4 ↑
- Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 205 ↑
- Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 207-217 ↑
- Ψαλ. 58,5 ↑
- Αρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 179 -180 , 51-53 , 54 ↑
- Ἰω. 6, 41 – 50 ↑
- Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ , ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 187 ↑
- Ὅπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 4, σ. 189 – 199. ↑
0 σχόλια