Ο Άγιος του πονεμένου λαού

Δημοσιεύτηκε από τον/την pcharilaos στις

Όσιος Παῒσιος ο Αγιορείτης

(Ὁσιος Παῒσιος ο Αγιορείτης 1924-1994)

Του πρωτ.  Χαριλάου Παπαγεωργίου,Προϊσταμένου Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Νικολάου Βόλου

Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομος και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924  λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (+10 Νοεμβρίου 1924), ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.

Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχημένος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Οσίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανάγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων μιμούνταν  τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε να δεί τον Ζώντα Χριστό, γιατί απέκρουσε τον πειρασμό της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή. Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του , επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό. Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητα του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών και μετέβη στο Άγιο Όρος αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Όμως το 1953  σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε οριστικά στην Αθωνική Πολιτεία.Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε στην  υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του ώστε στις 27 Μαρτίου 1954 εκάρη μοναχός καταρχήν με το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για ησυχία και προσευχή πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση του διακριτικού και σοφού γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956  έλαβε το μοναχικό όνομα «Παΐσιος» προς  τιμή του συμπατριώτη του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου Β΄ και με το όνομα  αυτό ἐγινε  γνωστός στα πλήθη των χριστιανών.Τον Αύγουστο του 1958 , υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι. Τo 1962 , όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση να πορευτεί στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού, και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.

Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, δεν προέκυπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κόνιτσα και από κεί και πάλι  στο Άγιο Όρος το 1964.Ἐκτοτε δεν απομακρύνθηκε  από τον Άθωνα και δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, ζώντας ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, αλλά πολίτης του ουρανού. Έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων,εντρύφησε  στην ωραιότητα του Κυρίου, έτυχε  της Θεομητορικής ευλογίας και ουρανίων εμπειριών. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του ὀπως η αγία μεγαλομάρτυς Ευφημία, ο άγιος Βλάσιος ο Ακαρνάν , ο άγιος μάρτυς Λουκιλλιανός ,ο φύλακας  Άγγελός του. Άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το άκτιστο φως.Το 1966  ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος του Νοσοκομείου «Παπανικολάου» στη Θεσσαλονίκη όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση μερικής αφαίρεση των πνευμόνων λόγω εκτεταμένων βροχοεκτασιών. Μέχρι να αναρρώσει  φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή δημιουργώντας πνευματικό σύνδεσμο με  τις μοναχές του μοναστηριού, τις οποίες  και καθοδηγούσε  πνευματικά. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος το 1967 μ.Χ. , καταρχήν εγκαταστάθηκε στα  Κατουνάκια και το 1968 στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα  όπου μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού, με την πνευματική καθοδήγηση του οσίου ασκητή παπαΤύχωνα  του Ρώσσου.Το 1979 αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα» κάτω από τη μονή Κουτλουμουσίου , όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Δεχόταν πάρα πολλές επιστολές και στενοχωρούνταν πολύ γιατί μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρυμένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα,  συνεχίζοντας να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε μάλιστα να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε σαν ευλογία. Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου  προστέθηκαν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες (κολίτιδα,  δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως ο καρκίνος), γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλ’ αυτα όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους. Μετά το 1993  παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου, έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ.Ενώ  ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου,ο υψηλός πυρετός και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει. Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου  κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Την Τρίτη 12 Ιουλίου και ώρα 11:30 το βράδυ την ησυχία τάραξε μια δυνατή βροντή! Κατόπιν με συνεχείς αστραπές φωτιζόταν όλο το Άγιον Όρος. Το απόγευμα της 13ης Ιουλίου έγινε γνωστό ότι ο γέροντας είχε περάσει πιά στην αιωνιότητα.Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελούνταν  αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών. Στις 13 Ιανουαρίου 2015 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε  και επίσημα  την αγιότητά  του και όρισε  την ετήσια  μνήμη του στις  12 Ιουλίου κάθε έτους.


0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *